- πεντόφραγκο
- το1. νόμισμα αξίας πέντε φράγκων2. πεντάδραχμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο- (βλ. πεντα-) + φράγκο (πρβλ. δί-φραγκο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντόφραγκο — το πεντόδραχμο, τάλιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek